δυσεξήγητος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξήγητος]], -ον)<br />αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο [[δυσερμήνευτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξήγητος]], -ον)<br />αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο [[δυσερμήνευτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσεξήγητος:''' с трудом поддающийся изложению ([[λόγος]] περὶ φύσεως Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to explain, Darius ap.D.L.9.13, Gal.17 (2).71.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auseinander zu setzen; D. L. 9, 13; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξήγητος: -ον, δυσκόλως ἐξηγούμενος, δυσερμήνευτος, Δαρεῖος παρὰ Διογ. Λ. 9. 13.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explicar λόγος D.L.9.13, γραφή Gal.17(2).71, πρᾶγμα Iust.Phil.2Apol.6.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξήγητος, -ον)
αυτός που εξηγείται δύσκολα, ο δυσερμήνευτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξήγητος: с трудом поддающийся изложению (λόγος περὶ φύσεως Diog. L.).