δυσέκπλυτος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέκπλυτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα ξεπλένεται.
|mltxt=[[δυσέκπλυτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα ξεπλένεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσέκπλῠτος:''' Plut. = [[δυσέκνιπτος]].
}}
}}

Revision as of 19:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέκπλῠτος Medium diacritics: δυσέκπλυτος Low diacritics: δυσέκπλυτος Capitals: ΔΥΣΕΚΠΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dysékplytos Transliteration B: dysekplytos Transliteration C: dysekplytos Beta Code: duse/kplutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to wash out, Ph.2.182,487, Plu.2.488b.    II hard to cleanse, ὀδόντες Ael.NA1.48: metaph., ψυχαί Ph.1.558.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέκπλῠτος: -ον, ὃν δυσκόλως τις ἐκπλύνει, κηλῖδες Φίλων 2. 181, 487 (ἐν 1, 558, οὐχί ὀρθῶς δυσέκπλυντος), δευσοποιὸν καὶ δ. Πλούτ. 2. 488Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à effacer litt. à laver.
Étymologie: δυσ-, ἐκπλύνω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil o imposible de eliminar, de manchas o tintes indeleble ὁ χυλὸς τῶν καρύων τῶν χλωρῶν Gal.12.906, πᾶν τὸ λιπαρὸν δ. ἐστι Plu.2.627c, junto a δευσοποιός y en compar. ὥσπερ βαφὴν ἢ κηλῖδα δευσοποιὸν γενέσθαι καὶ δυσέκπλυτον Plu.2.488b, cf. 2.779c.
2 que es malo o difícil de dejar limpio οἱ ὀδόντες ... μελαίνονται δυσέκπλυτοί τε καὶ δυσέκνιπτοι Ael.NA 1.48, ἔρια Chrys.M.64.768D.
3 fig. difícil de purificar τὴν ψυχὴν ... ἐκκαθήρασθαι τὰς δυσεκπλύτους κηλῖδας Ph.2.182, οἱ ἀφροσύνης καὶ ἀδικίας ... τύποι Ph.2.487, ψυχαί Ph.1.558, cf. Chrys.M.63.176.

Greek Monolingual

δυσέκπλυτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα ξεπλένεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσέκπλῠτος: Plut. = δυσέκνιπτος.