ἔκδετος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκδετος:''' -ον ([[ἐκδέω]]), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε [[κάτι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἔκδετος:''' -ον ([[ἐκδέω]]), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε [[κάτι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκδετος:''' привязанный (ἐξ ἵππων Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἐκδέω)
A fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).
Greek Monotonic
ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδετος: привязанный (ἐξ ἵππων Anth.).