ἑλκητήρ: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκητήρ:''' -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἑλκητήρ:''' -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκητήρ:''' ῆρος adj. тянущий: κτένες [[ἑλκητῆρες]] Anth. грабли или борона.
}}
}}

Revision as of 19:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκητήρ Medium diacritics: ἑλκητήρ Low diacritics: ελκητήρ Capitals: ΕΛΚΗΤΗΡ
Transliteration A: helkētḗr Transliteration B: helkētēr Transliteration C: elkitir Beta Code: e(lkhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one that drags, κτένες ἑλκητῆρες, of a harrow, AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἕλκειν, γεωργ. ἐργαλεῖον, κτένας ἑλκητῆρας, κοινῶς «τσουγγράνες», Φανίας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 297, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui tire, qui arrache.
Étymologie: ἑλκέω.

Spanish (DGE)

-ῆρος
que desgarra fig. κτένες de un rastrillo AP 6.297 (Phan.).

Greek Monolingual

ἑλκητήρ, ο (Α)
γεωργικό εργαλείο, τσουγκράνα.

Greek Monotonic

ἑλκητήρ: -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκητήρ: ῆρος adj. тянущий: κτένες ἑλκητῆρες Anth. грабли или борона.