ἔμπλεξις: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔμπλεξις]], η (Α)<br />το να πλέκεται [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], ενύφανση. | |mltxt=[[ἔμπλεξις]], η (Α)<br />το να πλέκεται [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], ενύφανση. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμπλεξις:''' εως ἡ вплетание, заплетание Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A interweaving, entwining, στήμονος Pl.Plt.282e.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, Einflechtung, Verwebung, τοῦ στήμονος Plat. Polit. 282 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλεξις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, ἐνύφανσις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
entrelazamiento ἡ τοῦ στήμονος ἔ. el entrelazamiento con la urdimbre de las hebras en el tejido, Pl.Plt.282e, ἔ. τῶν μορίων Simp.in Ph.878.25.
Greek Monolingual
ἔμπλεξις, η (Α)
το να πλέκεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο, ενύφανση.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπλεξις: εως ἡ вплетание, заплетание Plat.