ἑνός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(4)
(2)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑνός:''' γεν. του <i>εἷς</i> και <i>ἕν</i>, ενός.
|lsmtext='''ἑνός:''' γεν. του <i>εἷς</i> και <i>ἕν</i>, ενός.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑνός:''' gen. к [[εἷς]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἑνός: ὁ, λέγεται ὅτι εἶναι = τῷ Λατ. annus, ἔτος, ἐντεῦθεν ἐνιαυτός, δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. ἄφενος.

French (Bailly abrégé)

gén. de εἷς et de ἕν.

Greek Monotonic

ἑνός: γεν. του εἷς και ἕν, ενός.

Russian (Dvoretsky)

ἑνός: gen. к εἷς.