ἐνστρατοπεδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνστρατοπεδεύω]] (Α) [[στρατοπεδεύω]]<br />[[στρατοπεδεύω]] σ' έναν [[τόπο]].
|mltxt=[[ἐνστρατοπεδεύω]] (Α) [[στρατοπεδεύω]]<br />[[στρατοπεδεύω]] σ' έναν [[τόπο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνστρατοπεδεύω:''' тж. med. располагаться или стоять лагерем (ὁ [[χῶρος]] [[ἐπιτήδειος]] ἐνστρατοπεδεῦσαι Thuc. и ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her.; σχεδὸν τῇ πόλει Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνστρᾰτοπεδεύω Medium diacritics: ἐνστρατοπεδεύω Low diacritics: ενστρατοπεδεύω Capitals: ΕΝΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΩ
Transliteration A: enstratopedeúō Transliteration B: enstratopedeuō Transliteration C: enstratopedeyo Beta Code: e)nstratopedeu/w

English (LSJ)

   A encamp in, Th.2.20; ἐν τῇ πόλει Plu. Thes.27:— Med., χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, D.C.50.12.

German (Pape)

[Seite 853] auch med., lagern in, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her. 9, 2; Thuc. 2, 20 u. Sp., wie Plut. Thes. 27 im act.

French (Bailly abrégé)

camper dans, ἔν τινι;
Moy. ἐνστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: ἐν, στρατοπεδεύω.

Spanish (DGE)

acampar en χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Th.2.20, αὐτοῖς ... τοῖς οἴκοις Str.7.7.3, ἐν τῇ πόλει Plu.Thes.27
en v. med. mismo sent. χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, cf. D.H.11.43, D.C.50.12.8, Agath.3.19.8, ταῖς ... κώμαις I.BI 1.330, ὑπὲρ ποταμὸν Τίβεριν Procop.Goth.1.29.30, ἐν ... τῇ χώρᾳ Procop.Pers.1.15.2
fig. τῇ καρδίᾳ τὸν θυμὸν ἐνστρατοπεδεύειν Plu.2.647e, cf. Gr.Nyss.V.Mos.76.8.

Greek Monolingual

ἐνστρατοπεδεύω (Α) στρατοπεδεύω
στρατοπεδεύω σ' έναν τόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἐνστρατοπεδεύω: тж. med. располагаться или стоять лагерем (ὁ χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Thuc. и ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her.; σχεδὸν τῇ πόλει Plut.).