ἐντερικός: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐντερικός:''' кишечный (ἀποφυάδες Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A intestinal, ἀποφυάδες Arist.PA675a17.
German (Pape)
[Seite 855] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντερικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
anat. intestinal ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal Arist.PA 675a18.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά
ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.
Russian (Dvoretsky)
ἐντερικός: кишечный (ἀποφυάδες Arst.).