ἐξανδραποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ανδραποδισμός]], ο (Α [[ἐξανδραποδισμός]]) [[εξανδραποδίζω]]<br />[[εξανδραπόδιση]].
|mltxt=και [[ανδραποδισμός]], ο (Α [[ἐξανδραποδισμός]]) [[εξανδραποδίζω]]<br />[[εξανδραπόδιση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανδραποδισμός:''' ὁ Polyb. = [[ἐξανδραπόδισις]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρᾰποδισμός Medium diacritics: ἐξανδραποδισμός Low diacritics: εξανδραποδισμός Capitals: ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exandrapodismós Transliteration B: exandrapodismos Transliteration C: eksandrapodismos Beta Code: e)candrapodismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Plb.6.49.1.

German (Pape)

[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 acción de reducir a esclavitud, esclavización ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.
2 despojo, saqueo, lat. depeculatio, Gloss.2.43.

Greek Monolingual

και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) εξανδραποδίζω
εξανδραπόδιση.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδραποδισμός: ὁ Polyb. = ἐξανδραπόδισις.