ἐξανδραποδισμός: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ανδραποδισμός]], ο (Α [[ἐξανδραποδισμός]]) [[εξανδραποδίζω]]<br />[[εξανδραπόδιση]]. | |mltxt=και [[ανδραποδισμός]], ο (Α [[ἐξανδραποδισμός]]) [[εξανδραποδίζω]]<br />[[εξανδραπόδιση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξανδραποδισμός:''' ὁ Polyb. = [[ἐξανδραπόδισις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Plb.6.49.1.
German (Pape)
[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 acción de reducir a esclavitud, esclavización ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.
2 despojo, saqueo, lat. depeculatio, Gloss.2.43.
Greek Monolingual
και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) εξανδραποδίζω
εξανδραπόδιση.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανδραποδισμός: ὁ Polyb. = ἐξανδραπόδισις.