ἐπαγγελτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγγελτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να δίνει υποσχέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[επαγγελία]], για [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> ο επηγγελμένος, ο [[υπεσχημένος]] <b>επιγρ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έπαγγελτικώς</i><br />με τρόπο υποσχετικό.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγγελτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να δίνει υποσχέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[επαγγελία]], για [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> ο επηγγελμένος, ο [[υπεσχημένος]] <b>επιγρ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έπαγγελτικώς</i><br />με τρόπο υποσχετικό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαγγελτικός:''' <b class="num">1)</b> склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι [[εἰπεῖν]] Arst. делать чрезмерно смелое заявление.
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγγελτικός Medium diacritics: ἐπαγγελτικός Low diacritics: επαγγελτικός Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epangeltikós Transliteration B: epangeltikos Transliteration C: epaggeltikos Beta Code: e)paggeltiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to promising, ἐπεκλήθη Δώσων ὡς ἐ. Plu.Aem.8; also [λόγος] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐ. Phld.Rh.2.2.S., cf. Iamb.Myst.3.30. Adv. -κῶς Ath.Mech.15.9: Comp. -κώτερον, εἰπεῖν too professorially, Arist.Rh.1398b30.    2 promised, οὐ δύνασθαι τελεῖν τὸ ἐ. ἀργύριον SIG832.7 (Epist. Hadr.).

German (Pape)

[Seite 893] ή, όν, versprechend, der immer verspricht, aber Nichts hält, Plut. Aem. Paul. 8; ἐπαγγελτικώτερον εἰπών, mehr versprechend, d. i. kecker, Arist rhet. 2, 23

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγγελτικός: -ή, -όν, ἔχων συνήθειαν νὰ ἐπαγγέλληται, νὰ ὑπισχνῆται, ἐπεκλήθη δὲ (ὁ Ἀντίγονος) Δώσων, ὡς ἐπαγγελτικὸς μέν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Πλουτ. Αἰμιλ. Παῦλ. 8· ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπόντα, μετὰ ὑπερτόλμων διαβεβαιώσεων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11· -ἐπαγγελτικῶς, ὑποσχετικῶς, Γραμματ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui promet beaucoup;
2 présomptueux;
Cp. ἐπαγγελτικώτερος.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγγελτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις
2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση
3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ..
επίρρ...
έπαγγελτικώς
με τρόπο υποσχετικό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαγγελτικός: 1) склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);
2) претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπεῖν Arst. делать чрезмерно смелое заявление.