ἐξειργασμένως: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξειργασμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἐξεργάζομαι]], προσεκτικά, με [[ακρίβεια]], πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐξειργασμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἐξεργάζομαι]], προσεκτικά, με [[ακρίβεια]], πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξειργασμένως:''' тщательно, обстоятельно (ἀπαγγέλλειν τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι,
A carefully, accurately, Plu.Alex.1.
German (Pape)
[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.
Greek Monotonic
ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξειργασμένως: тщательно, обстоятельно (ἀπαγγέλλειν τι Plut.).