εὐεργέτημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργέτημα:''' -ατος, τό, αγαθή, [[καλή]] [[υπηρεσία]], [[καλοσύνη]], [[αγαθοεργία]] σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐεργέτημα:''' -ατος, τό, αγαθή, [[καλή]] [[υπηρεσία]], [[καλοσύνη]], [[αγαθοεργία]] σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργέτημα:''' ατος τό благодеяние, услуга Xen., Isocr., Arst., Dem., Polyb.
}}
}}

Revision as of 21:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργέτημα Medium diacritics: εὐεργέτημα Low diacritics: ευεργέτημα Capitals: ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ
Transliteration A: euergétēma Transliteration B: euergetēma Transliteration C: evergetima Beta Code: eu)erge/thma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A service done, kindness, πρός τινα X.Cyr.8.2.2, cf. Hp.Ep.25 (pl.), etc.: pl., X.Cyr.5.5.34, Isoc.4.34, Arist.EN1161a16, IG22.808, etc.

German (Pape)

[Seite 1065] τό, die Gutthat, Wohlthat, Xen. Cyr. 8, 2, 2; Isocr. 4, 34; Dem. 1, 10 u. Sp., wie Pol. 30, 11, 1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργέτημα: τό, πρᾶξις εὐεργετική, εὐεργεσία, πρός τινα Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, Ἰσοκρ. 47C, κτλ.: πληθυντ., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 34. Ἀριστ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bienfait.
Étymologie: εὐεργετέω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐεργέτημα) ευεργετώ
αγαθή και ωφέλιμη πράξη που γίνεται για κάποιον
νεοελλ.
(νομ.) ευεργετική διάταξη ενός νόμου που επιτρέπει ιδιάζουσα λύση σε ορισμένες περιπτώσεις, η οποία ευνοεί ορισμένα άτομα ή τάξεις ατόμων («εὐεργέτημα πολυτέκνων»).

Greek Monotonic

εὐεργέτημα: -ατος, τό, αγαθή, καλή υπηρεσία, καλοσύνη, αγαθοεργία σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐεργέτημα: ατος τό благодеяние, услуга Xen., Isocr., Arst., Dem., Polyb.