εὐπαθέω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[τυχερός]], ευχαριστιέμαι, [[απολαμβάνω]], [[διασκεδάζω]], τέρπομαι, [[ευθυμώ]], [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''εὐπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[τυχερός]], ευχαριστιέμαι, [[απολαμβάνω]], [[διασκεδάζω]], τέρπομαι, [[ευθυμώ]], [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπᾰθέω:''' <b class="num">1)</b> предаваться удовольствиям, наслаждаться (πίνειν καὶ εὐ. Her.; ἐν δείπνων περιόδοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> филос. упиваться блаженством Plat.;<br /><b class="num">3)</b> пользоваться благодеяниями ([[ὑπό]] τινος Plut.).
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαθέω Medium diacritics: εὐπαθέω Low diacritics: ευπαθέω Capitals: ΕΥΠΑΘΕΩ
Transliteration A: eupathéō Transliteration B: eupatheō Transliteration C: efpatheo Beta Code: eu)paqe/w

English (LSJ)

   A enjoy oneself, make merry, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Hdt.2.133,174; indulge oneself, live comfortably, Pl.R.347c; of the soul, τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ Id.Phdr. 247d; opp. δυστυχέω, D.C.56.45.    2 receive benefits, ὑπό τινος from one, Plu.2.176b (better divisim).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰθέω: διάγω εὐάρεστον τὸν βίον, εὐφραίνομαι, εὐθυμῶ, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Ἡρόδ. 2. 133, 174, Πλάτ. 347C· ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 247D· ἴδε εὐπάθεια· ἀντίθετον τῷ δυστυχέω, Δίων Κ. 56. 45. 2) λαμβάνω εὐεργεσίας, εὐεργετοῦμαι, ὑπό τινος Πλούτ. 2. 176Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 vivre dans les plaisirs, mener une vie de plaisirs;
2 être bien traité.
Étymologie: εὐπαθής.

Greek Monotonic

εὐπᾰθέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, ευθυμώ, χαίρομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπᾰθέω: 1) предаваться удовольствиям, наслаждаться (πίνειν καὶ εὐ. Her.; ἐν δείπνων περιόδοις Plut.);
2) филос. упиваться блаженством Plat.;
3) пользоваться благодеяниями (ὑπό τινος Plut.).