ἐχθρόξενος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχθρόξενος:''' -ον, [[εχθρικός]] προς τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''ἐχθρόξενος:''' -ον, [[εχθρικός]] προς τους ξένους, [[αφιλόξενος]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχθρόξενος:''' ненавидящий иноземцев, враждебный к чужеземцам, т. е. негостеприимный (ναύταισι Aesch.; [[δόμος]] Eur. - v. l. [[κακόξενος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hostile to strangers, inhospitable, ναύταισι A.Pr.727, cf. Th.606,621; δόμοι E.Alc.558.
German (Pape)
[Seite 1125] den Gastfreunden od. den Fremden feind, ungastlich; τραχεῖα πόντου Σαλμυδησία γνάθος ἐχθρόξενος ναύτῃσι Aesch. Prom. 729; – ἄνδρες – καὶ θεῶν ἀμνήμονες, Spt. 588. 603; δόμοι Eur. Alc. 558.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρόξενος: -ον, ἐχθρός πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, μισόξενος, Αἰσχύλ. Πρ. 727, Θήβ. 606, 621, Εὐρ. Ἄλκ. 558.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hostile aux étrangers, inhospitalier.
Étymologie: ἐχθρός, ξένος.
Greek Monolingual
ἐχθρόξενος, -ον (Α)
ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενος («γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος.
Greek Monotonic
ἐχθρόξενος: -ον, εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρόξενος: ненавидящий иноземцев, враждебный к чужеземцам, т. е. негостеприимный (ναύταισι Aesch.; δόμος Eur. - v. l. κακόξενος).