ἡμιωβολιαῖος: Difference between revisions
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(4) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιωβολιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το [[μέγεθος]] του μισού οβολού, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἡμιωβολιαῖος:''' -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το [[μέγεθος]] του μισού οβολού, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμιωβολιαῖος:''' <b class="num">1)</b> ценой в пол-обола ([[κρέα]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> величиной с монету в пол-обола ([[φαλάγγιον]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1171] α, ον, einen halben Obolus werth, Ar. Ran. 554; so groß wie ein halber Obolus, Xen. Mem. 1, 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, ἔχων ἀξίαν ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 554· ἔχων τὸ μέγεθος ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui vaut une demi-obole;
2 de la largeur d’une demi-obole.
Étymologie: ἡμιωβόλιον.
Greek Monolingual
ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) ημιώβολο
1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού
2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.
Greek Monotonic
ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, αυτός που έχει αξία μισού οβολού, σε Αριστοφ.· αυτός που έχει το μέγεθος του μισού οβολού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιωβολιαῖος: 1) ценой в пол-обола (κρέα Arph.);
2) величиной с монету в пол-обола (φαλάγγιον Xen.).