ἡμιωβόλιον

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

German (Pape)

[Seite 1171] τό, halber Obolus, Poll. 9, 67. Bei Xen. An. 1, 5, 6 steht ἡμιοβόλιον; bei Arist. Rhet. 1, 14 ist ἡμιωβέλια die vulg.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἡμιωβέλιον.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιωβόλιον: τό Xen. v. l. = ἡμιωβέλιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιωβόλιον: ἢ -ωβέλιον, τό, (ἐν ταῖς Ἀττικ. Ἐπιγρ. ἡμιωβέλιον) = ἥμισυς ὀβολός, Εὔπολ. Κολ. 16, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 14, 1· ὡσαύτως ἡμιώβολον, τό, Θεόφρ. Λιθ. 46, Ἡρωδιάν Ἐπιμ. 204· Δωρ. τύπος ἡμιώδελον, Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 6, 26.

Greek Monolingual

ἡμιωβόλιον και αττ. τ. ἡμιωβέλιον και βοιωτ. τ. ἑμνιωβέλιον και δωρ. τ. ἡμιωδέλιον (Α)
μισός οβολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οβολός, το -ω- λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ἡμιωβόλιον: ή -ωβέλιον, τό (ὄβολος), μισός οβολός, σε Ξεν.

Middle Liddell

[ὄβολος]
a half-obol, Xen.