ἡμιωβόλιον
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
German (Pape)
[Seite 1171] τό, halber Obolus, Poll. 9, 67. Bei Xen. An. 1, 5, 6 steht ἡμιοβόλιον; bei Arist. Rhet. 1, 14 ist ἡμιωβέλια die vulg.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ἡμιωβέλιον.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιωβόλιον: τό Xen. v. l. = ἡμιωβέλιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιωβόλιον: ἢ -ωβέλιον, τό, (ἐν ταῖς Ἀττικ. Ἐπιγρ. ἡμιωβέλιον) = ἥμισυς ὀβολός, Εὔπολ. Κολ. 16, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 14, 1· ὡσαύτως ἡμιώβολον, τό, Θεόφρ. Λιθ. 46, Ἡρωδιάν Ἐπιμ. 204· Δωρ. τύπος ἡμιώδελον, Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1690. 6, 26.
Greek Monolingual
ἡμιωβόλιον και αττ. τ. ἡμιωβέλιον και βοιωτ. τ. ἑμνιωβέλιον και δωρ. τ. ἡμιωδέλιον (Α)
μισός οβολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οβολός, το -ω- λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ἡμιωβόλιον: ή -ωβέλιον, τό (ὄβολος), μισός οβολός, σε Ξεν.
Middle Liddell
[ὄβολος]
a half-obol, Xen.