θάλαμόνδε: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(4) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θάλαμόνδε:''' επίρρ., στο θάλαμο, στην [[κάμαρα]], στην [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''θάλαμόνδε:''' επίρρ., στο θάλαμο, στην [[κάμαρα]], στην [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θάλᾰμόνδε:''' (θᾰ) adv. в горницу, в спальню ([[ἴμεναι]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1182] ins Schlafgemach, Od. 21, 8. 22, 109. 161.
French (Bailly abrégé)
adv.
en allant dans la chambre.
Étymologie: θάλαμος, -δε.
Greek Monotonic
θάλαμόνδε: επίρρ., στο θάλαμο, στην κάμαρα, στην κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θάλᾰμόνδε: (θᾰ) adv. в горницу, в спальню (ἴμεναι Hom.).