θεατροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θεατροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[θέατρο]], που έχει [[σχήμα]] θεάτρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεατροειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> θεατρικά, σαν [[θέατρο]]<br /><b>2.</b> ως [[θεατής]] στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>)].
|mltxt=-ές (Α [[θεατροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[θέατρο]], που έχει [[σχήμα]] θεάτρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεατροειδῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> θεατρικά, σαν [[θέατρο]]<br /><b>2.</b> ως [[θεατής]] στο [[θέατρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''θεᾱτροειδής:''' имеющий вид (амфи)театра (ἡ [[Ῥόδος]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 21:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτροειδής Medium diacritics: θεατροειδής Low diacritics: θεατροειδής Capitals: ΘΕΑΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: theatroeidḗs Transliteration B: theatroeidēs Transliteration C: theatroeidis Beta Code: qeatroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a theatre, πέτρα Str.4.1.4, cf. D.S.19.45. Adv. -δῶς Str.16.2.41; like the spectators in a theatre, Crito ap.Gal. 12.458.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, theaterförmig, D. Sic. 19, 45; Strab. IV, 179; auch adv., XVI, 763.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροειδής: -ές, ὅμοιος θεάτρῳ, πέτρα Στράβ. 179· θεατροειδοῦς οὔσης τῆς Ρόδου Διόδ. 19. 45. Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 763.

Greek Monolingual

-ές (Α θεατροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου.
επίρρ...
θεατροειδῶς (Α)
1. θεατρικά, σαν θέατρο
2. ως θεατής στο θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτο-ειδής, ευ-ειδής)].

Russian (Dvoretsky)

θεᾱτροειδής: имеющий вид (амфи)театра (ἡ Ῥόδος Diod.).