θολώδης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θολώδης]], -ες ΑΜ<br />[[θολός]]<br />([[κυρίως]] για [[νερό]] ή καπνό ή [[φωτιά]]) [[θολός]], [[ακάθαρτος]], [[ταραγμένος]], [[βορβορώδης]].
|mltxt=[[θολώδης]], -ες ΑΜ<br />[[θολός]]<br />([[κυρίως]] για [[νερό]] ή καπνό ή [[φωτιά]]) [[θολός]], [[ακάθαρτος]], [[ταραγμένος]], [[βορβορώδης]].
}}
{{elru
|elrutext='''θολώδης:''' наполненный мутью, помутневший (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ [[βάτραχος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 21:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολώδης Medium diacritics: θολώδης Low diacritics: θολώδης Capitals: ΘΟΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tholṓdēs Transliteration B: tholōdēs Transliteration C: tholodis Beta Code: qolw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A muddy, turbid, of water, Hp.Aër.8 (Sup. -έστατος) ; ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Arist.HA 620b16; also θ. καπνός Vett.Val.345.21; πῦρ lamb.Myst.2.4.

German (Pape)

[Seite 1214] ες, = θολοειδής, Hippocr.; Arist. H. A. 9, 37 vbdt ἐν τοῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι.

Greek (Liddell-Scott)

θολώδης: -ες, τεθολωμένος, βορβορώδης, ἀκάθαρτος, ἐπὶ ὕδατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285 (ἐν τῷ ὑπερθ. -έστατος)· ἐν ταῖς ἀμμώδεσι ἢ θολώδεσι Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 2.

Greek Monolingual

θολώδης, -ες ΑΜ
θολός
(κυρίως για νερό ή καπνό ή φωτιά) θολός, ακάθαρτος, ταραγμένος, βορβορώδης.

Russian (Dvoretsky)

θολώδης: наполненный мутью, помутневший (ἐν τοῖς θολώδεσιν - sc. τόποις - κρύπτει ἑαυτὸν ὁ βάτραχος Arst.).