βορβορώδης
English (LSJ)
βορβορῶδες, miry, filthy, πηλὸς βορβορωδέστερος Pl.Phd. 111d; ἰλύς Arist.HA547b20; θάλαττα Men.25; of pus or pitch, turbid, Hp. Aph.7.44, Thphr. HP 9.2.3: metaph., βίος Ph.1.322.
Spanish (DGE)
-ες
I 1fangoso, cenagoso ἀπὸ ὀδμέων βορβορωδέων procedente de emanaciones de ciénagas Hp.Hum.12, πηλὸς ... βορβορωδέστερος Pl.Phd.111d, ἰλύς Arist.HA 547b20, θάλαττα Men.Fr.25.
2 turbio de sustancias τὸ πῦον Hp.Aph.7.44, cf. Gal.18(1).150, 17(2).157, πίττα Thphr.HP 9.2.3.
II fig. en sent. moral encenagado βίος Ph.1.322, Clem.Al.QDS 1.3 (ap. crít.), Gr.Nyss.V.Mos.54.4.
German (Pape)
[Seite 453] ες, schlammig, schmutzig, θάλαττα Men. Ath. VII, 303 c; Plat. Phaed. 111 e; Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
bourbeux, fangeux;
Cp. βορβορωδέστερος.
Étymologie: βόρβορος, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βορβορώδης -ες βόρβορος modderig, vuil.
Russian (Dvoretsky)
βορβορώδης:
1 грязный, нечистый Plat., Arst.;
2 мутный, илистый (θάλαττα Men.).
Greek Monolingual
βορβορώδης, -ες (Α)
1. γεμάτος βόρβορο, λάσπη
2. βρομερός, ανήθικος.
Greek Monotonic
βορβορώδης: -ες (εἶδος), ο γεμάτος από λάσπη και ακαθαρσίες, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
βορβορώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης βορβόρου, ἀκάθαρτος, πηλὸς βορβορωδέστερος Πλάτ. Φαίδωνι 111Ε· ἰλὺς Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 16, πρβλ. 15· θάλαττα Μένανδ. Ἁλ. 12· ἐπὶ πύου, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἱππ. Ἀφ. 1260.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Translations
muddy
Bulgarian: кален, мръсен, мътен; Burmese: နောက်; Catalan: fangós; Cherokee: ᏝᏬᏚᎯ; Chinese Mandarin: 渾/浑; Czech: blátivý; Dagbani: biɛtibiɛti; Danish: mudret; Esperanto: kota; Faroese: runutur; Finnish: kurainen, kurassa, mutainen, mudassa, rapainen, ravassa, samea; French: boueux, vaseux; German: schlammig, matschig; Greek: λασπωμένος, λασπώδης, θολός, θαμπός; Ancient Greek: ἄσιος, ἀσώδης, βορβορῶδες, βορβορώδης, δεισαλέος, ἔμπηλος, ἐπίθολος, εὐρώεις, θολερός, θολῶδες, θολώδης, ἰλυόεις, ἰλυόεν, ἰλυόεσσα, ἰλυῶδες, ἰλυώδης, ὀλός, πηλῶδες, πηλώδης, τελματῶδες, τελματώδης, τρυγώδης, τυντλῶδες, τυντλώδης, ὑλῶδες, ὑλώδης; Hungarian: saras, iszapos, sáros; Icelandic: forugur; Indonesian: berlumpur; Ingrian: mutaisikko; Interlingua: fangose, turbide; Irish: abarach, draoibeach, lábach, ceachrach, dorcha, moirtiúil, modartha, murtallach, tiubh; Italian: fangoso; Japanese: 濁り; Kapampangan: maburak; Khmer: ខ្វល់; Latin: limosus, luteolus, luteus, lutulentus, turbidus; Maori: kōparu; Norwegian Bokmål: grumsete; Norwegian Nynorsk: grumsete; Plautdietsch: blottich; Polish: błocisty, błotnisty; Portuguese: barroso, lodoso, lamacento, turvo; Russian: грязный, мутный; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̀тан; Serbo-Croatian Roman: blàtan; Spanish: barroso, enfangado, fangoso, lodoso, turbio, pantanoso; Sundanese: bolokot; Swedish: lerig; Tagalog: maputik; Ukrainian: брудний, каламутний; Vietnamese: bùn lầy, lầy lội, sình lầy