Ἰνδός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἰνδός:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[Ινδός]], αυτός που κατάγεται από την Ινδία, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[ποταμός]] [[Ινδός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. = [[Ἰνδικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''Ἰνδός:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[Ινδός]], αυτός που κατάγεται από την Ινδία, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[ποταμός]] [[Ινδός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. = [[Ἰνδικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἰνδός:''' <b class="num">I</b> реже Ἴνδος ὁ<br /><b class="num">1)</b> Инд (река в Индии) Her., Arst., Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> Инд (мифический родоначальник индийцев) Plut.;<br /><b class="num">3)</b> индиец, индус Her., Arst., Diod.;<br /><b class="num">4)</b> вид софизма или загадки Plut.<br />индийский ([[Ἀνδρομέδη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 22:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰνδός Medium diacritics: Ἰνδός Low diacritics: Ινδός Capitals: ΙΝΔΟΣ
Transliteration A: Indós Transliteration B: Indos Transliteration C: Indos Beta Code: *)indo/s

English (LSJ)

ή, όν, Indian, Hdt.3.38, al., cf. A.Supp.284; esp. of the drivers of elephants, Phylarch.36 J., Plb.1.40.15, al.    2 Ἰνδός, ὁ, the river Indus, Hdt.4.44, etc.    3 name of a fallacy, Plu.2.133b.    II as Adj.,= Ἰνδικός, Indian, AP9.544.1 (Addaeus).    2 Ἰνδή, ἡ, (sc. ἔμπλαστρος) name of a plaster, Orib.Fr.88.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνδός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 284 οἱ Ἰνδοί, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὁδηγούντων τοὺς ἐλέφαντας, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F, Πολύβ., κλ. 2) ὁ ποταμὸς Ἰνδός, Λατ. Indus, Ἡρόδ. 4. 44, κτλ. 3) ὄνομα σοφίσματος, Πλούτ. 2. 133Β. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. = Ἰνδικός, Ἀνθ. Π. 9. 544.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
Indien ; οἱ Ἰνδοί les Indiens.
Étymologie:.
2ου (ὁ) :
le fl. Indus en Asie.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Ινδή (ΑΜ Ἰνδός, θηλ. Ἰνδή)
ο κάτοικος της Ινδίας
νεοελλ.
σπαν. ερυθρόδερμος, ινδιάνος
αρχ.
1. είδος παραλογισμού
2. ως επίθ. ινδικός
3. το θηλ. ἡ Ἰνδή (ενν. ἔμπλαστρος)
είδος εμπλάστρου.

Greek Monotonic

Ἰνδός: ὁ,
I. 1. Ινδός, αυτός που κατάγεται από την Ινδία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. ο ποταμός Ινδός, στον ίδ.
II. ως επίθ. = Ἰνδικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Ἰνδός: I реже Ἴνδος ὁ
1) Инд (река в Индии) Her., Arst., Diod., Plut.;
2) Инд (мифический родоначальник индийцев) Plut.;
3) индиец, индус Her., Arst., Diod.;
4) вид софизма или загадки Plut.
индийский (Ἀνδρομέδη Anth.).