ἰοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰοβλέφᾰρος:''' -ον ([[ἴον]], [[βλέφαρον]]), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε [[χρώμα]] μενεξεδί ([[ἴον]]), σε Λουκ.
|lsmtext='''ἰοβλέφᾰρος:''' -ον ([[ἴον]], [[βλέφαρον]]), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε [[χρώμα]] μενεξεδί ([[ἴον]]), σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοβλέφᾰρος:''' дор. ἰογλέφᾰρος 2 (ῑ) темноглазый ([[Ἀφροδίτη]] Pind., Luc.).
}}
}}

Revision as of 22:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἰοβλέφαρος Low diacritics: ιοβλέφαρος Capitals: ΙΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: ioblépharos Transliteration B: ioblepharos Transliteration C: iovlefaros Beta Code: i)oble/faros

English (LSJ)

Dor. ἰογλέφ-, ον,

   A violet-eyed, Pi.Fr.307; Χάριτες, Μοῦσαι, B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.Im.8.

German (Pape)

[Seite 1255] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβλέφᾰρος: Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières noires, aux yeux noirs.
Étymologie: ἴον, βλέφαρον.

Greek Monolingual

ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος, χρυσο-βλέφαρος].

Greek Monotonic

ἰοβλέφᾰρος: -ον (ἴον, βλέφαρον), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε χρώμα μενεξεδί (ἴον), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰοβλέφᾰρος: дор. ἰογλέφᾰρος 2 (ῑ) темноглазый (Ἀφροδίτη Pind., Luc.).