καινοπραγία: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοπραγία]], ἡ (Α)<br />[[νεωτερισμός]], [[έφεση]] για νεωτερισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράττω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πραγα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδικο</i>-<i>πραγία</i>, <i>βιαιο</i>-<i>πραγία</i>].
|mltxt=[[καινοπραγία]], ἡ (Α)<br />[[νεωτερισμός]], [[έφεση]] για νεωτερισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πραγής</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράττω]], <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πραγα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αδικο</i>-<i>πραγία</i>, <i>βιαιο</i>-<i>πραγία</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''καινοπρᾱγία:''' ἡ страсть к нововведениям, склонность к новизне (Diod. - v. l. [[κοινοπραγία]]).
}}
}}

Revision as of 22:17, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπρᾱγία Medium diacritics: καινοπραγία Low diacritics: καινοπραγία Capitals: ΚΑΙΝΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: kainopragía Transliteration B: kainopragia Transliteration C: kainopragia Beta Code: kainopragi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A innovation, f. l. for κοινοπραγία in D.S.15.8.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, = καινοποιΐα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπρᾱγία: ἡ, νεωτερισμός, ἔφεσις πρὸς νεωτερισμόν, Διόδ. 15. 8.

Greek Monolingual

καινοπραγία, ἡ (Α)
νεωτερισμός, έφεση για νεωτερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγία (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγα), πρβλ. αδικο-πραγία, βιαιο-πραγία].

Russian (Dvoretsky)

καινοπρᾱγία: ἡ страсть к нововведениям, склонность к новизне (Diod. - v. l. κοινοπραγία).