καλλιβόας: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλιβόας:''' -ου, ὁ ([[βοάω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται όμορφα, [[εύηχος]], σε Σοφ., Αριστοφ.
|lsmtext='''καλλιβόας:''' -ου, ὁ ([[βοάω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται όμορφα, [[εύηχος]], σε Σοφ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐβόᾱς:''' ου adj. m красиво звучащий, певучий ([[αὐλός]] Soph., Arph.).
}}
}}

Revision as of 22:23, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιβόας Medium diacritics: καλλιβόας Low diacritics: καλλιβόας Capitals: ΚΑΛΛΙΒΟΑΣ
Transliteration A: kallibóas Transliteration B: kalliboas Transliteration C: kallivoas Beta Code: kallibo/as

English (LSJ)

α, ὁ,

   A beautiful-sounding, αὐλός Simon.46.3, S.Tr.640 (lyr.), Ar.Av.682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] schön rufend, tönend; Soph. αὐλός, Tr. 637; Ar. Av. 682; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιβόας: -ου, ὁ, καλῶς, ἡδέως ἠχῶν, αὐλὸς Σιμωνίδ. 56, Σοφ. Τρ. 640, Ἀριστοφ. Ὄρν. 682.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui a une belle voix, un beau son.
Étymologie: καλός, βοή.

Greek Monolingual

καλλιβόας, ὁ (Α)
(για τον αυλό) αυτός που αναδίδει ωραίο και δυνατό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -βόας (< βοῶ), πρβλ. αγρο-βόας, ερημο-βόας].

Greek Monotonic

καλλιβόας: -ου, ὁ (βοάω), αυτός που ηχεί, ακούγεται όμορφα, εύηχος, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐβόᾱς: ου adj. m красиво звучащий, певучий (αὐλός Soph., Arph.).