κάκκη: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάκκη:''' ἡ, [[ακαθαρσία]], [[κόπρος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κάκκη:''' ἡ, [[ακαθαρσία]], [[κόπρος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάκκη:''' ἡ нечистоты или кал Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A human ordure, Ar.Pax162. κακκῆαι, v. κατακαίω.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, Kacke, Menschenkoth, Ar. Pax 162.
Greek (Liddell-Scott)
κάκκη: ἡ, «κακκά», ἀνθρωπίνη κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 162.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
excrément, caca.
Étymologie: DELG mot du langage populaire et enfantin ; cf. lat. cacare, irl. caccaim « je fais caca », cacc « merde », arm. k῾akor « fumier », russe kakal’, all. kakken.
Greek Monolingual
κάκκη, ἡ (Α)
τα περιττώματα του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκῶ, υποχωρητικά].
Greek Monotonic
κάκκη: ἡ, ακαθαρσία, κόπρος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάκκη: ἡ нечистоты или кал Arph.