καλαμευτής: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰλᾰμευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> (όπως αν προερχόταν από το <i>*καλαμεύω</i>), [[θεριστής]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ψαρεύει με [[πετονιά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κᾰλᾰμευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> (όπως αν προερχόταν από το <i>*καλαμεύω</i>), [[θεριστής]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ψαρεύει με [[πετονιά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰλᾰμευτής:''' οῦ ὁ [[καλάμη]] жнец Theocr.<br />οῦ ὁ [[κάλαμος]] рыболов-удильщик Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ (as if from *καλαμεύω),
A reaper, mower, Theoc.5.111. II = καλαμεύς, AP6.167 (Agath.), 10.8 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. θεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
moissonneur.
Étymologie: καλάμη.
2οῦ (ὁ) :
pêcheur à la ligne.
Étymologie: κάλαμος.
Greek Monolingual
καλαμευτής, ὁ (Α)
1. θεριστής
2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος].
Greek Monotonic
κᾰλᾰμευτής: -οῦ, ὁ,
I. (όπως αν προερχόταν από το *καλαμεύω), θεριστής, σε Θεόκρ.
II. αυτός που ψαρεύει με πετονιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμευτής: οῦ ὁ καλάμη жнец Theocr.
οῦ ὁ κάλαμος рыболов-удильщик Anth.