καμινευτήρ: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰμῑνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· <i>αὐλὸς κ</i>., ο [[σωλήνας]] του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ. | |lsmtext='''κᾰμῑνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· <i>αὐλὸς κ</i>., ο [[σωλήνας]] του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰμῑνευτήρ:''' ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = foreg.; αὐλὸς κ. the pipe
A of a smith's bellows, AP6.92 (Phil.):—fem. κᾰμῑν-εύτρια Aristarch. ap.Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.
German (Pape)
[Seite 1317] ῆρος, ὁ, dasselbe; αὐλός, Schmelz-, Löthrohr, Philp. 76 (VI, 92).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνευτήρ: ῆρος, ὁ, καμινευτικός, αὐλὸς καμινευτήρ, ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui attise le feu du fourneau, de la forge.
Étymologie: καμινεύω.
Greek Monotonic
κᾰμῑνευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ.· αὐλὸς κ., ο σωλήνας του φυσερού του σιδηρουργού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμῑνευτήρ: ῆρος adj. m воздуходувный: αὐλὸς κ. трубка кузнечного меха Anth.