κατάρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάρῠτος:''' -ον, ποιητ. αντί [[κατάρρυτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατάρῠτος:''' -ον, ποιητ. αντί [[κατάρρυτος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρῠτος:''' Eur. = [[κατάρρυτος]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.

Greek Monolingual

κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.

Greek Monotonic

κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατάρῠτος: Eur. = κατάρρυτος.