καταφοβέω: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμβάλλω]] φόβο, σε Θουκ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., [[φοβάμαι]] ισχυρώς, <i>τι</i>, σε Αριστοφ.· απόλ. <i>καταφοβηθείς</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''καταφοβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμβάλλω]] φόβο, σε Θουκ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., [[φοβάμαι]] ισχυρώς, <i>τι</i>, σε Αριστοφ.· απόλ. <i>καταφοβηθείς</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφοβέω:''' поражать страхом, повергать в ужас, пугать (τινα Thuc., Luc.); pass. пугаться, бояться Arph.: οὐ καταφοβηθεὶς ἐπισχήσω Thuc. страх не заставит меня молчать.
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφοβέω Medium diacritics: καταφοβέω Low diacritics: καταφοβέω Capitals: ΚΑΤΑΦΟΒΕΩ
Transliteration A: kataphobéō Transliteration B: kataphobeō Transliteration C: katafoveo Beta Code: katafobe/w

English (LSJ)

   A strike with fear, Th.7.21, Luc.DMeretr.13.5, D.C.39.36:—Pass., c. fut. Med., to be greatly afraid of, τι Ar.Ra.1109 (lyr.): abs., καταφοβηθείς Th.6.33.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
frapper d’épouvante, acc..
Étymologie: κατάφοβος.

Greek Monotonic

καταφοβέω: μέλ. -ήσω, εμβάλλω φόβο, σε Θουκ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., φοβάμαι ισχυρώς, τι, σε Αριστοφ.· απόλ. καταφοβηθείς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

καταφοβέω: поражать страхом, повергать в ужас, пугать (τινα Thuc., Luc.); pass. пугаться, бояться Arph.: οὐ καταφοβηθεὶς ἐπισχήσω Thuc. страх не заставит меня молчать.