κατάφοβος

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφοβος Medium diacritics: κατάφοβος Low diacritics: κατάφοβος Capitals: ΚΑΤΑΦΟΒΟΣ
Transliteration A: katáphobos Transliteration B: kataphobos Transliteration C: katafovos Beta Code: kata/fobos

English (LSJ)

κατάφοβον,
A fearful, afraid of, κ. ἦν, = κατεφοβεῖτο, c. acc., ἐλέφαντας Plb.1.39.12; τὸ μέλλον Id.3.107.15; κ. ἦν μή… Id.10.7.7: abs., κ. γίγνεσθαι LXX Pr.29.16, cf. Ath. Med. ap. Orib.inc.21.3; κ. βίος Plu.Dio 4.
II Act., terrifying, μήνυσις PSI6.684.17 (iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1389] voll Furcht, erschreckt; κατάφοβος ἦν, μὴ περιπέσῃ συμφοραῖς Pol. 10, 7, 7; τοὺς ἐλέφαντας κατάφοβοι, voll Furcht vor den Elephanten, 1, 39, 12; τὸ μέλλον 3, 107, 15, öfter; Plut. Dion. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épouvanté.
Étymologie: κατά, φέβομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάφοβος, -ον)
περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επί-φοβος, περί-φοβος].

Russian (Dvoretsky)

κατάφοβος:
1 боящийся, испугавшийся (τινα и τι Polyb.);
2 полный страха (βίος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφοβος -ον [κατά, φόβος] angstig:. κ. βίος een leven in angst Plut. Dion 4.6.