κάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(6_14) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάτωρ''': ὁ, ἐν Ὁμ. Ὕμν. 7. 55, δῖε [[κάτωρ]], [[λέξις]] ἧς οὐδεμία πιθανὴ [[ἑρμηνεία]] ἔχει δοθῇ· ὁ Κῶδιξ Μόσχ. ἔχει δῖ’ ἑκάτωρ. | |lstext='''κάτωρ''': ὁ, ἐν Ὁμ. Ὕμν. 7. 55, δῖε [[κάτωρ]], [[λέξις]] ἧς οὐδεμία πιθανὴ [[ἑρμηνεία]] ἔχει δοθῇ· ὁ Κῶδιξ Μόσχ. ἔχει δῖ’ ἑκάτωρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάτωρ:''' ορος (ᾰ) ὁ предполож, повелитель HH. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ, dub. l. (δῖε κ.,
A v.l. δῖ' ἑκάτωρ) h.Bacch.55.
German (Pape)
[Seite 1407] ορος, ὁ, H. h. 6, 55, ein verderbtes Wort, das man von κάζω, κέκασμαι ableitet, = κάστωρ, der Gebieter erkl., oder in ἄκτωρ ändert.
Greek (Liddell-Scott)
κάτωρ: ὁ, ἐν Ὁμ. Ὕμν. 7. 55, δῖε κάτωρ, λέξις ἧς οὐδεμία πιθανὴ ἑρμηνεία ἔχει δοθῇ· ὁ Κῶδιξ Μόσχ. ἔχει δῖ’ ἑκάτωρ.
Russian (Dvoretsky)
κάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ предполож, повелитель HH.