κληϊστός: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(nl)
(3)
Line 16: Line 16:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κληϊστός Ion. voor κλειστός.
|elnltext=κληϊστός Ion. voor κλειστός.
}}
{{elru
|elrutext='''κληϊστός:''' эп.-ион. = [[κλῃστός]].
}}
}}

Revision as of 22:59, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1450] ion. = κλειστός, verschlossen, verschließbar, Od. 2, 344.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κλειστός.

English (Autenrieth)

that may be closed, Od. 2.344†.

Greek Monolingual

κληϊστός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. βλ. κλειστός.

Greek Monotonic

κληϊστός: Ιων. αντί κλειστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληϊστός Ion. voor κλειστός.

Russian (Dvoretsky)

κληϊστός: эп.-ион. = κλῃστός.