κουρεακός: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(21)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουρεακός]], -ή, -όν (Α) [[κουρεύς]]<br />όμοιος με κουρέα, [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]] σαν [[κουρέας]] («οὐ γὰρ ἱστορίας [[ἀλλά]] κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[κουρεακός]], -ή, -όν (Α) [[κουρεύς]]<br />όμοιος με κουρέα, [[φλύαρος]], [[πολυλογάς]] σαν [[κουρέας]] («οὐ γὰρ ἱστορίας [[ἀλλά]] κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κουρεᾰκός:''' свойственный цирюльникам ([[λαλιά]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεακός Medium diacritics: κουρεακός Low diacritics: κουρεακός Capitals: ΚΟΥΡΕΑΚΟΣ
Transliteration A: koureakós Transliteration B: koureakos Transliteration C: koureakos Beta Code: koureako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gossiping (cf. sq.), κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεακός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κουρέα, φλύαρος ὡς κουρεύς, Πολύβ. 3. 20, 5.

Greek Monolingual

κουρεακός, -ή, -όν (Α) κουρεύς
όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῡσι τάξιν ἔχειν», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

κουρεᾰκός: свойственный цирюльникам (λαλιά Polyb.).