κραταίπους: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρᾰταίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια, σε Επικ.· το [[καρταίπους]] χρησιμ. απόλ. αντί [[ταῦρος]], στον Πίνδ. | |lsmtext='''κρᾰταίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια, σε Επικ.· το [[καρταίπους]] χρησιμ. απόλ. αντί [[ταῦρος]], στον Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰταίπους:''' 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,
A stout-footed, ἡμίονοι Hom. Epigr.15.9; cf. καρταίπους.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων ἰσχυροὺς πόδας, ἡμίονοι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 9· ― καρταίπους κεῖται ἀπολ. ἀντὶ τοῦ ταῦρος ἐν Πινδ. Ο. 13. 114, ― πιθ. ἔκ τινος Χρησμοῦ· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds robustes ou fermes.
Étymologie: κραταιός, πούς.
Greek Monolingual
κραταίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει δυνατά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτί-πους, ωκύ-πους)].
Greek Monotonic
κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει δυνατά πόδια, σε Επικ.· το καρταίπους χρησιμ. απόλ. αντί ταῦρος, στον Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπους: 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.).