κουροβόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κουροβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει [[παιδιά]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κουροβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει [[παιδιά]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κουροβόρος:''' пожирающий детей Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A devouring children, A.Ag.1512 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κουροβόρος: -ον, κατατρώγων παιδία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512˙ ἴδε πάχνη.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore (càd qui fait périr) les enfants.
Étymologie: κοῦρος, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
κουροβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, θυμο-βόρος].
Greek Monotonic
κουροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κουροβόρος: пожирающий детей Aesch.