κρυψίνοος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρυψίνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν. | |lsmtext='''κρυψίνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρυψίνοος:''' стяж. [[κρυψίνους]] 2 (ῐ) скрывающий свои мысли, скрытный Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. κρυψί-νους, ουν,
A hiding one's thoughts, dissembling, X.Cyr.1.6.27, Gal.8.362, D.C.67.1, Eun.Hist.p.254 D.; opp. παρρησιαζόμενος X. Ages.11.5. Adv. -νως Poll.4.51.
German (Pape)
[Seite 1517] zsgzgn -νους, seine Gedanken verbergend, von heimlicher, versteckter Sinnesart, Xen. Cyr. 1, 6, 19 Ages. 11, 5 u. Sp. – Adv., Poll. 4, 51, κρυψίνως.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἀποκρύπτων τοὺς στοχασμούς του, ὁ ὑποκρινόμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27., 8. 2, 1· ἀντίθ. τῷ παρρησιαζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 5. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Δ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui cache sa pensée, dissimulé.
Étymologie: κρύπτω, νόος.
Greek Monotonic
κρυψίνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κρυψίνοος: стяж. κρυψίνους 2 (ῐ) скрывающий свои мысли, скрытный Xen.