κρεμάς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρεμάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κρεμάννυμι]]<br /><b>φρ.</b> «κρεμὰς [[πέτρα]]» — [[βράχος]] [[κρεμαστός]], που προεξέχει σαν να κρέμεται (<b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[κρεμάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[κρεμάννυμι]]<br /><b>φρ.</b> «κρεμὰς [[πέτρα]]» — [[βράχος]] [[κρεμαστός]], που προεξέχει σαν να κρέμεται (<b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρεμάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая ([[πέτρα]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. Adj.
A beetling, πέτρα A.Supp.795 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεμάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., κρεμαστή, προέχουσα ὡς ἐπικρεμαμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
suspendue.
Étymologie: κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
κρεμάς, -άδος, ἡ (Α) κρεμάννυμι
φρ. «κρεμὰς πέτρα» — βράχος κρεμαστός, που προεξέχει σαν να κρέμεται (Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
κρεμάς: άδος (ᾰδ) adj. f нависшая, свисающая (πέτρα Aesch.).