λάπη: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάπη:''' [ᾰ], ἡ, [[σκουριά]], βρωμιά, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λάπη:''' [ᾰ], ἡ, [[σκουριά]], βρωμιά, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λάπη:''' (ᾰ) ἡ Aesch., Plut. v. l. = [[λάμπη]].
}}
}}

Revision as of 23:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάπη Medium diacritics: λάπη Low diacritics: λάπη Capitals: ΛΑΠΗ
Transliteration A: lápē Transliteration B: lapē Transliteration C: lapi Beta Code: la/ph

English (LSJ)

ἡ,

   A scum which forms on the surface of wine, vinegar, or other liquids left to stand, Erot.: λάμπη in Dsc.5.76, Plu.2.1073a, Gal.16.704, Orib.Syn.9.13.2:—hence λαμπῶδες, of urine, with a scum on it, Hp.Coac.182, Prorrh.1.92; but Erot.read λαπῶδες, and λαππώδης (ἀπὸ τοῦ λάππειν) occurs in Gal.l.c.    2 phlegm, Hp.Morb.2.15, Int.12; μεστοὶ λάπης Diph.17.15; cf. λέμφος.    3 metaph., ἀνηλίῳ λάπᾳ (Wieseler for λάμπᾳ) in sunless filth or damp, of the nether world, A.Eu.387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 16] ἡ, Schleim, Hippocr.; Diphil. bei Ath. IV, 132 e. S. λάμπη.

Greek (Liddell-Scott)

λάπη: [ᾰ], ὁ ἀφρὸς ἢ εὐρὼς ὁ σχηματιζόμενος ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ οἴνου, ὄξους ἢ ἄλλων ὑγρῶν μενόντων στασίμων, Ἐρωτιαν. Λεξ. Ἱππ.· λάμπη παρὰ τῷ Διοσκ. 5. 87, Πλουτ. 2. 1073Α· - οὕτω λαμπῶδες, ἐπὶ τῶν οὔρων, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῶν ὁποίων ἐπικάθηται ἀφρός, Ἱππ. 148Α· ἀλλ’ ὁ Ἐρωτιαν. ἀνεγίνωσκε λαπῶδες. 2) φλέγμα, Λατ. pituita, Ἱππ. 466. 37, κτλ.· μεστοὶ λάπης Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 15· πρβλ. λέμφος. 3) μεταφορ., ἀνηλίῳ λάπᾳ (κατὰ τὸν Wieseler ἀντὶ λάμπῃ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 387) ἐν ἀνηλίῳ βορβόρῳ ἢ ὑγρασίᾳ τοῦ κάτω κόσμου, πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμήρου δόμον εὐρώεντα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου loca senta situ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
pituite.
Étymologie: DELG λάμπη.

Greek Monolingual

λάπη, ἡ (Α)
βλ. λάμπη (ΙΙ).

Greek Monotonic

λάπη: [ᾰ], ἡ, σκουριά, βρωμιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λάπη: (ᾰ) ἡ Aesch., Plut. v. l. = λάμπη.