λιπόγυιος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐπόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός από τον οποίο λείπει κάποιο [[μέλος]] του σώματος, ακρωτηριασμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῐπόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός από τον οποίο λείπει κάποιο [[μέλος]] του σώματος, ακρωτηριασμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐπόγυιος:''' разбитый параличом или увечный ([[ἀνήρ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A wanting a limb, maimed, lame, AP9.13 (Pl. Jun.).
German (Pape)
[Seite 51] der Glieder, oder des Gebrauchs der Glieder beraubt, bes. lahm, Plat. min. 1 (IX, 13).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόγυιος: -ον, ἐξ οὗ ἐλλείπει ἓν μέλος, ἠκρωτηριασμένος, χωλός, Ἀνθ. Π. 9. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas l’usage de ses membres.
Étymologie: λείπω, γυῖον.
Greek Monolingual
λιπόγυιος, -ον (Α)
αυτός που του λείπει ένα μέλος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»)].
Greek Monotonic
λῐπόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός από τον οποίο λείπει κάποιο μέλος του σώματος, ακρωτηριασμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπόγυιος: разбитый параличом или увечный (ἀνήρ Anth.).