ληκητής: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(23) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληκητής]], ὁ (Α) [[ληκάω]]<br />αυτός που κραυγάζει, [[φωνακλάς]] («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.). | |mltxt=[[ληκητής]], ὁ (Α) [[ληκάω]]<br />αυτός που κραυγάζει, [[φωνακλάς]] («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληκητής:''' οῦ ὁ горлан, крикун ([[Timon]] ap. Diog. L. - v. l. к [[κηλητής]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (ληκέω)
A bawler, ἀγοραίων λ. ἐπέων Timo 42.
Greek (Liddell-Scott)
ληκητής: -οῦ, ὁ, κεκράκτης, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ κηλητής, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.
Greek Monolingual
ληκητής, ὁ (Α) ληκάω
αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).
Russian (Dvoretsky)
ληκητής: οῦ ὁ горлан, крикун (Timon ap. Diog. L. - v. l. к κηλητής).