μαστόδετον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαστόδετον:''' τό ([[δέω]]), [[στηθόδεσμος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μαστόδετον:''' τό ([[δέω]]), [[στηθόδεσμος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαστόδετον:''' τό женская грудная повязка Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A breast-band, AP6.201 (pl., Marc. Arg.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστόδετον: τό, στηθόδεσμος, Ἀνθ. Π. 6. 201.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bandelette pour soutenir la gorge des femmes, soutien-gorge.
Étymologie: μαστός, δέω¹.
Greek Monolingual
μαστόδετον, τὸ (Α)
ο στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δετόν (< δέω)].
Greek Monotonic
μαστόδετον: τό (δέω), στηθόδεσμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μαστόδετον: τό женская грудная повязка Anth.