λοφώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(23) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] [[μετὰ]] ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο. | |mltxt=-ες (Α [[λοφώδης]], -ῶδες) [[λόφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν [[ταύτῃ]] ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει [[οἷον]] [[λοφώδης]] [[ὄγκος]] [[μετὰ]] ζόφου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] λόφους («[[λοφώδης]] [[έκταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] κτισμένος [[πάνω]] σε λόφο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοφώδης:''' похожий на холм или бугор ([[ὄγκος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:46, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
λοφώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς λόφον, ὄγκος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 15. 2) ἔχων λόφους, ὀρεινός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 11, 17.
Greek Monolingual
-ες (Α λοφώδης, -ῶδες) λόφος
1. αυτός που μοιάζει με λόφο («ἐν ταύτῃ ἐξανῴδει τι τῆς γῆς καὶ ἀνῄει οἷον λοφώδης ὄγκος μετὰ ζόφου», Αριστοτ.)
2. ο γεμάτος λόφους («λοφώδης έκταση»)
αρχ.
αυτός που είναι κτισμένος πάνω σε λόφο.
Russian (Dvoretsky)
λοφώδης: похожий на холм или бугор (ὄγκος Arst.).