μετεκδίδωμι: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετεκδίδωμι:''' [[δίνω]] [[ξανά]], [[δανείζω]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''μετεκδίδωμι:''' [[δίνω]] [[ξανά]], [[δανείζω]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεκδίδωμι:''' снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
in Med.,
A betroth a second time, Plu.Comp.Lyc. Num.3.
German (Pape)
[Seite 158] (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκδίδωμι: δανείζω, Πλουτ. Σύγκρ. Λυκ. καὶ Νουμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.
French (Bailly abrégé)
f. μετεκδώσω;
au Moy. remettre aux mains d’un second mari.
Étymologie: μετά, ἐκ, δίδωμι.
Greek Monolingual
μετεκδίδωμι (Α)
(το μέσ.) μετεκδίδομαι
μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»].
Greek Monotonic
μετεκδίδωμι: δίνω ξανά, δανείζω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεκδίδωμι: снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.).