Λύκιος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Λύκιος:''' [ῠ], -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατάγεται από τη [[Λυκία]]· Λύκιοι, <i>οἱ</i>, κάτοικοι της Λυκίας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίθ. του Απόλλωνα (πρβλ. [[Λύκειος]]), σε Πίνδ., Ευρ.
|lsmtext='''Λύκιος:''' [ῠ], -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατάγεται από τη [[Λυκία]]· Λύκιοι, <i>οἱ</i>, κάτοικοι της Λυκίας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίθ. του Απόλλωνα (πρβλ. [[Λύκειος]]), σε Πίνδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Λύκιος:''' (ῠ) ликийский Soph.<br /><b class="num">II</b> ὁ житель Ликии, ликиец Hom.<br /><b class="num">III</b> ὁ Ликийский (эпитет Аполлона по ряду его храмов в Ликии, преимущ. в Патаре) Pind. etc.
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λύκιος Medium diacritics: Λύκιος Low diacritics: Λύκιος Capitals: ΛΥΚΙΟΣ
Transliteration A: Lýkios Transliteration B: Lykios Transliteration C: Lykios Beta Code: *lu/kios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Lycian: Λύκιοι, οἱ,

   A the Lycians, Il.2.876, etc.:— also Λῠκιακός, ή, όν, Luc.Nav.8; Λῠκιακά, τά, history of Lycia, Ath. 8.333d.    II epith. of Apollo (cf. Λύκειος), Pi.P.1.39, E.Fr.700, D.S.5.56, Paus.2.19.3: expld. ἀπὸ τοῦ λευκαίνεσθαι πάντα φωτίζοντος ἡλίου Antip.Stoic.3.249.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lycie ; οἱ Λύκιοι les Lyciens.

English (Slater)

Λῠκιος
   1 Lycian Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (cf. Hor., Od. 3. 4. 61, Patareus Apollo) (P. 1.39) Λύκιον Σαρπηδόν (P. 3.112) ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.60)

Greek Monotonic

Λύκιος: [ῠ], -α, -ον,
I. αυτός που κατάγεται από τη Λυκία· Λύκιοι, οἱ, κάτοικοι της Λυκίας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
II. επίθ. του Απόλλωνα (πρβλ. Λύκειος), σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Λύκιος: (ῠ) ликийский Soph.
II ὁ житель Ликии, ликиец Hom.
III ὁ Ликийский (эпитет Аполлона по ряду его храмов в Ликии, преимущ. в Патаре) Pind. etc.