μηλοσφαγέω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλοσφᾰγέω:''' ([[σφάζω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφάζω]] πρόβατα, <i>ἱερὰ μηλοσφαγῶ</i>, [[προσφέρω]] πρόβατα σε [[θυσία]], σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μηλοσφᾰγέω:''' ([[σφάζω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σφάζω]] πρόβατα, <i>ἱερὰ μηλοσφαγῶ</i>, [[προσφέρω]] πρόβατα σε [[θυσία]], σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλοσφᾰγέω:''' <b class="num">1)</b> (тж. μ. [[ἱερά]] Soph.) приносить в жертву овец (θεοῖς Soph., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> совершать жертвоприношение, приносить в жертву (οἴνου [[σταμνίον]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσφᾰγέω Medium diacritics: μηλοσφαγέω Low diacritics: μηλοσφαγέω Capitals: ΜΗΛΟΣΦΑΓΕΩ
Transliteration A: mēlosphagéō Transliteration B: mēlosphageō Transliteration C: milosfageo Beta Code: mhlosfage/w

English (LSJ)

   A slay sheep, ἱερὰ μ. offer sheep in sacrifice, S.El.280: abs., μ. δαιμόνων ἐπ' ἐσχάραις E.Fr.628: generally, offer sacrifice, βουθύτοις ἐπ' ἐσχάραις Ar. Av.1232, cf.Porph.Abst.1.57; μ. εἰς ἀσπίδα Ar.Lys.189 (hence perh. to be read in A.Th.43 for ταυροσφ-): comically, offer, οἴνου σταμνίον Ar.Lys.196.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe schlachten, opfern; θεοῖσιν ἔμμην' ἱερά, Soph. El. 272; Ar. Av. 1232; auch οἴνου σταμνίον, opfern, Lys. 189.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσφᾰγέω: σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μ., θυσιάζω πρόβατα, Σοφ. Ἠλ. 280· ἀπολ., μ. δαιμόνων ἐπ’ ἐσχάραις Εὐρ. Ἀποσπ. 630, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1232· μ. ἐς ἀσπίδα Ἀριστοφ. Λυσ. 191. 2) καθόλου, προσφέρω, οἴνου σταμνίον αὐτόθι 196.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égorger des brebis ou offrir des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, σφάζω.

Greek Monotonic

μηλοσφᾰγέω: (σφάζω), μέλ. -ήσω, σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μηλοσφαγῶ, προσφέρω πρόβατα σε θυσία, σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μηλοσφᾰγέω: 1) (тж. μ. ἱερά Soph.) приносить в жертву овец (θεοῖς Soph., Arph.);
2) совершать жертвоприношение, приносить в жертву (οἴνου σταμνίον Arph.).