μοσχίον: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοσχίον:''' τό, υποκορ. του [[μόσχος]] Β, νεαρό [[μοσχάρι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μοσχίον:''' τό, υποκορ. του [[μόσχος]] Β, νεαρό [[μοσχάρι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοσχίον:''' τό молодой теленок, теленочек Theocr.
}}
}}

Revision as of 00:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχίον Medium diacritics: μοσχίον Low diacritics: μοσχίον Capitals: ΜΟΣΧΙΟΝ
Transliteration A: moschíon Transliteration B: moschion Transliteration C: moschion Beta Code: mosxi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of μόσχος (B),

   A young calf, Ephipp.15.12, Theoc.4.4,44, PGoodsp.Cair. 30 ii 10 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 209] τό, dim. von μόσχος, Kälbchen; Ephipp. bei Ath. VIII, 359 (v. 12); Theocr. 4, 4. In VLL. auch = μοσχίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ μόσχος (Β), μικρὸς μόσχος, μοσχάριον, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1, Θεόκρ. 4. 4, καὶ 44.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit veau.
Étymologie: μόσχος.

Greek Monolingual

μοσχίον, τὸ (Α) μόσχος (Ι)]
μικρός μόσχος, μοσχαράκι.

Greek Monotonic

μοσχίον: τό, υποκορ. του μόσχος Β, νεαρό μοσχάρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μοσχίον: τό молодой теленок, теленочек Theocr.