μίτυς: Difference between revisions
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(25) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μίτυς]], -υος, ἡ (Α)<br />[[κολλώδης]] [[ουσία]], με την οποία οι μέλισσες καλύπτουν τις κυψέλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |mltxt=[[μίτυς]], -υος, ἡ (Α)<br />[[κολλώδης]] [[ουσία]], με την οποία οι μέλισσες καλύπτουν τις κυψέλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μίτυς:''' υος ἡ пчелиный клей Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 1 January 2019
English (LSJ)
υος, ἡ, a substance used by bees; a sort of
A propolis, Arist. HA624a14.
German (Pape)
[Seite 193] υος, ἡ, eine Art Wachs, womit die Bienen die Fugen der Bienenstöcke verkleben, Arist. H. A. 9, 40, v. l. μῆτυς.
Greek (Liddell-Scott)
μίτυς: -υος, ἡ ὁ κηρὸς δι’ οὗ αἱ μέλισσαι καλύπτουσι καὶ φράττουσι τὰ ἀνοίγματα, δηλ. τὰς «χαραγμάδας» τῶν κυψελῶν των, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
terre glaise utilisée par les abeilles.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
μίτυς, -υος, ἡ (Α)
κολλώδης ουσία, με την οποία οι μέλισσες καλύπτουν τις κυψέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Russian (Dvoretsky)
μίτυς: υος ἡ пчелиный клей Arst.