μονόστεος: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστεος]], -ον και μονόοτους, -ουν)<br />αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[οστό]], μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>όστεος</i>.
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστεος]], -ον και μονόοτους, -ουν)<br />αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[οστό]], μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>όστεος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόστεος:''' состоящий из одной только кости (κρκνίον Arst.).
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστεος Medium diacritics: μονόστεος Low diacritics: μονόστεος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΕΟΣ
Transliteration A: monósteos Transliteration B: monosteos Transliteration C: monosteos Beta Code: mono/steos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of one bone, κρανίον Arist.HA516a16; αὐχήν Id.PA686a21.

German (Pape)

[Seite 205] aus einem Knochen bestehend, Arist. H, A. 3, 7 part. an. 4, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστεος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἑνὸς ὀστοῦ, κρανίον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 2· αὐχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόστεος, -ον και μονόοτους, -ουν)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο οστό, μονοκόκαλος («οἱ δὲ λύκοι καὶ λέοντες μονόστουν τὸν αυχένα ἔχουσιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -οστεος (< ὀστοῦν), πρβλ. πολυ-όστεος.

Russian (Dvoretsky)

μονόστεος: состоящий из одной только кости (κρκνίον Arst.).