μισθοδοσία: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθοδοσία:''' ἡ, [[καταβολή]] μισθού, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''μισθοδοσία:''' ἡ, [[καταβολή]] μισθού, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθοδοσία:''' ἡ выплата жалованья, оплата (τῶν [[ξένων]] Diod.): [[ἄρρωστος]] ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A payment of wages, Th.8.83, X.An.2.5.22 (pl.), etc.; τῶν ξένων D.S.16.73.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, das Lohngeben, Besolden; Thuc. 8, 83; Xen. An. 2, 5, 22; Pol. 1, 69, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοδοσία: ἡ, ἡ πληρωμὴ τοῦ μισθοῦ, Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 22, κ. ἀλλ.· τῶν ξένων Διόδ. 16. 73.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
paiement d’une solde ; solde.
Étymologie: μισθοδότης.
Greek Monolingual
η (Α μισθοδοσία) μισθοδότης
καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.)
νεοελλ.
το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές.
Greek Monotonic
μισθοδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μισθοδοσία: ἡ выплата жалованья, оплата (τῶν ξένων Diod.): ἄρρωστος ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc. задерживающий выплату жалованья.