μονοείδεια: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοείδεια]], ἡ (Α) [[μονοειδής]]<br />[[ομοιομορφία]].
|mltxt=[[μονοείδεια]], ἡ (Α) [[μονοειδής]]<br />[[ομοιομορφία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοείδεια:''' ἡ<b class="num">1)</b> единообразие, однородность (sc. φθόγγου Sext.);<br /><b class="num">2)</b> своеобразие, особенность (sc. τοῦ τρόπου Sext.).
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοείδεια Medium diacritics: μονοείδεια Low diacritics: μονοείδεια Capitals: ΜΟΝΟΕΙΔΕΙΑ
Transliteration A: monoeídeia Transliteration B: monoeideia Transliteration C: monoeideia Beta Code: monoei/deia

English (LSJ)

ἡ,

   A uniformity, S.E.M.1.117.    II singularity, ib. 226.

German (Pape)

[Seite 203] ἡ, Einförmigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 117. 226.

Greek (Liddell-Scott)

μονοείδεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μονοειδής, τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, αὐτόθι 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.

Greek Monolingual

μονοείδεια, ἡ (Α) μονοειδής
ομοιομορφία.

Russian (Dvoretsky)

μονοείδεια:1) единообразие, однородность (sc. φθόγγου Sext.);
2) своеобразие, особенность (sc. τοῦ τρόπου Sext.).